- ἐνδοτικόν
- ἐνδοτικόςyieldingmasc acc sgἐνδοτικόςyieldingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοτικός — ή, ό (AM ἐνδοτικός, ή, όν) υποχωρητικός, έτοιμος να ενδώσει νεοελλ. «ενδοτική πρόταση» δηλώνει παραχώρηση ή ομολογία αρχ. το ουδ. ως ουσ. το ἐνδοτικόν φαρμακευτικό σκεύασμα … Dictionary of Greek